- μελιττουργός
- μελιττουργός, ὁ (Α)(αττ.τ.) βλ. μελισσουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελιττουργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργοῖς — μελιττουργός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργοί — μελιττουργός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργῶν — μελιττουργός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργόν — μελιττουργός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσουργός — Βλ. λ. μέροψ. * * * ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός) μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.) νεοελλ. ζωολ. ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ουργός] … Dictionary of Greek